- δημεγερσία
- halkı ayaklanmaya kışkırtma
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
δημεγερσία — η (Α δημεγερσία, Μ δημοεγερσία) η παρακίνηση τού δήμου σε στάση, η εξέγερση τού λαού … Dictionary of Greek
δημεγερτικός — ή, ό αυτός που αφορά στον δημεγέρτη ή αποβλέπει σε δημεγερσία («δημεγερτική τακτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δημεγέρτης. Η λ. μαρτυρείται στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek
δημοεγερσία — η βλ. δημεγερσία … Dictionary of Greek